φωτογονικός

φωτογονικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογονία ή στον φωτογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν τού Ε. Legrand].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”